διερχομένη

διερχομένη
διέρχομαι
go through
pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • διερχομένῃ — διέρχομαι go through pres part mp fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θεσσαλία — I Ιστορική γεωγραφική περιοχή και περιφέρεια (13.903 τ. χλμ., 753.888 κάτ.) της ηπειρωτικής Ελλάδας. Στα Α συνορεύει με τη δυτική Μακεδονία, στα Δ με την Ήπειρο, στα Ν με τη Στερεά Ελλάδα, και στα Α βρέχεται από το Αιγαίο πέλαγος. Η Θ. διαιρείται …   Dictionary of Greek

  • κουλόμπ — Μονάδα μέτρησης του ηλεκτρικού φορτίου στο διεθνές σύστημα μονάδων MKSA Giorgi. Έχει σύμβολο Cb και ορίζει το ηλεκτρικό φορτίο που διέρχεται σε ένα δευτερόλεπτο μέσω της διατομής ενός αγωγού, διαρρεόμενου από ηλεκτρικό ρεύμα έντασης ενός αμπέρ.… …   Dictionary of Greek

  • πόλοι — Ονομάζονται π. τα σημεία στα οποία μια διάμετρος, κάθετη προς το επίπεδο ενός μεγίστου κύκλου μιας σφαίρας και διερχόμενη από το κέντρο της, συναντά την επιφάνεια της ίδιας σφαίρας. Υπάρχουν έτσι οι π. του Γαλαξία στο γαλαξιακό σύστημα, οι π. της …   Dictionary of Greek

  • συντεταγμένες — Ο όρος χρησιμοποιείται, ιδιαίτερα, στην αναλυτική γεωμετρία. Έστω x’Ox μια ευθεία, όπου Ο ένα δεδομένο σημείο της (Σχ. 1), θετική φορά πάνω σ’ αυτή η φορά προς το x, και Θ ένα σημείο ως παράσταση του αριθμού 1· η ευθεία x’Ox ονομάζεται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”